χωρατεύω — χωρατεύω, χωράτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χωρατεύω — Ν 1. λέω χωρατά, είμαι χωρατατζής 2. (κυριολ. και μτφ.) αστειεύομαι 3. φρ. α) «ο καιρός σήμερα δεν χωρατεύει» μτφ. ο καιρός είναι πολύ άσχημος β) «δεν χωρατεύει το κρύο» επικρατεί δριμύ κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί μέσω αρχικού τ.… … Dictionary of Greek
αδολεσχώ — ἀδολεσχῶ ( έω) (AM) λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία μσν. αστειεύομαι, χωρατεύω αρχ. 1. μιλώ, διαλέγομαι 2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδολέσχης. ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα] … Dictionary of Greek
αστεΐζομαι — (AM ἀστεΐζομαι) [αστείος] γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω … Dictionary of Greek
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
μετωρίζομαι — αστειεύομαι, χωρατεύω … Dictionary of Greek
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
χωρατό — το, Ν 1. αστείο, αστεϊσμός 2. άκακο πείραγμα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά στ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό πα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*] … Dictionary of Greek
αστειεύομαι — και αστεΐζομαι εύτηκα, δε μιλώ σοβαρά, χωρατεύω, παίζω: Μην τον παρεξηγείς, ήθελε να αστειευτεί μαζί σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)